Writen by
Iptamenos Ollandos
12:00 π.μ.
-
2
Comments
Βάρναλης Κώστας, 1884-1974
Μισὸν αἰῶνα πάλευα κι ἀπάνου
γιὰ λευτεριὰ δικιά μου καὶ τῶν ἄλλων,
κι ὅλο πιότερο μ᾿ ἔπνιγεν ὁ βρόχος,
κι οἱ γενναῖοι, ποὺ μὲ πνίγανε, πιὸ δοῦλοι.
γιὰ λευτεριὰ δικιά μου καὶ τῶν ἄλλων,
κι ὅλο πιότερο μ᾿ ἔπνιγεν ὁ βρόχος,
κι οἱ γενναῖοι, ποὺ μὲ πνίγανε, πιὸ δοῦλοι.
Μὲ μπουκῶναν μωρὸ «Μεγάλη Ἰδέα»
κρύβοντάς μου τὸν πιὸ αἱμοβόρο ὀχτρό μου:
νά ῾μαι τοῦ ξένου ὁ πάτος, νὰ μισῶ
καὶ νὰ καταφρονῶ τ᾿ ἀνόσιο πλῆθος.
κρύβοντάς μου τὸν πιὸ αἱμοβόρο ὀχτρό μου:
νά ῾μαι τοῦ ξένου ὁ πάτος, νὰ μισῶ
καὶ νὰ καταφρονῶ τ᾿ ἀνόσιο πλῆθος.
Τὰ σκολειά μου τὰ κλείνανε τὰ μάτια.
Μοῦ τ᾿ ἄνοιγαν ἡ ζούγκλα τῶν Ὀλίγων
καὶ τὰ «καταραμένα» τὰ βιβλία.
Κι ὁλάνοιχτ᾿ ἀπομεῖναν ὡς τὸ τέλος.
Μοῦ τ᾿ ἄνοιγαν ἡ ζούγκλα τῶν Ὀλίγων
καὶ τὰ «καταραμένα» τὰ βιβλία.
Κι ὁλάνοιχτ᾿ ἀπομεῖναν ὡς τὸ τέλος.
Ὅσο τὰ χρόνια ἀσπρίζαν στὴν κορφή μου,
τόσο βαθιὰ μοῦ μάτωνεν ἡ ἐλπίδα.
Μάθαινα πὼς ἡ ἀγάπη εἶναι δειλία
κι ἡ καλοσύνη ἀγιάτρευτο κακό.
τόσο βαθιὰ μοῦ μάτωνεν ἡ ἐλπίδα.
Μάθαινα πὼς ἡ ἀγάπη εἶναι δειλία
κι ἡ καλοσύνη ἀγιάτρευτο κακό.
Ἥρωας δὲν ἤμουν, μ᾿ ἔκαμνεν ὁ φόβος
(ἢ θὰ σκοτώσεις ἢ θὰ σκοτωθεῖς)
νὰ μεγαλώνω τὴ γλυκιὰ πατρίδα
καὶ νὰ μικραίνω τὸ φτωχὸ λαό.
(ἢ θὰ σκοτώσεις ἢ θὰ σκοτωθεῖς)
νὰ μεγαλώνω τὴ γλυκιὰ πατρίδα
καὶ νὰ μικραίνω τὸ φτωχὸ λαό.
Νὰ γελιέμαι πὼς ζῶ, ξεπόρτιζα ἔξω.
Κάθε πατημασιά μου καὶ πληγή.
Πιανόμουν ἀπὸ κάγκελα καὶ πόρτες
μὴν πέσω – τὸ κουφάρι μου κι ὄχι ἐγώ!
Κάθε πατημασιά μου καὶ πληγή.
Πιανόμουν ἀπὸ κάγκελα καὶ πόρτες
μὴν πέσω – τὸ κουφάρι μου κι ὄχι ἐγώ!
Μ᾿ ἄφησαν ὅλοι στὰ κακὰ ὑστερνά μου:
γυναῖκες, συγγενάδια, ἄσπονδοι φίλοι.
Κανεὶς νὰ μὲ βαστάει, νὰν τοῦ μιλάω.
Μιλοῦσα μοναχὸς δίχως ν᾿ ἀκούω.
γυναῖκες, συγγενάδια, ἄσπονδοι φίλοι.
Κανεὶς νὰ μὲ βαστάει, νὰν τοῦ μιλάω.
Μιλοῦσα μοναχὸς δίχως ν᾿ ἀκούω.
Μὲ βρήκανε στὸ τέλος ξυλιασμένον
τρεῖς μέρες στὸ ντιβάνι μου ἀπομόναχο,
μὲ τὰ μάτια ἀνοιχτὰ καὶ στηλωμένα
κατὰ σένα, ὅπως πάντα, Ἀνατολή.
τρεῖς μέρες στὸ ντιβάνι μου ἀπομόναχο,
μὲ τὰ μάτια ἀνοιχτὰ καὶ στηλωμένα
κατὰ σένα, ὅπως πάντα, Ἀνατολή.
Οἱ πεθαμενατζῆδες μεθυσμένοι
βλαστημοῦσαν, ὅπως μὲ κατεβάζαν
τυλιγμένον σὲ μία παλιοκουβέρτα,
ὄροφοι πέντε καὶ σκαλιὰ ἐνενῆντα!
βλαστημοῦσαν, ὅπως μὲ κατεβάζαν
τυλιγμένον σὲ μία παλιοκουβέρτα,
ὄροφοι πέντε καὶ σκαλιὰ ἐνενῆντα!
Κι ἢ ραχοκοκαλιὰ νὰ μὴ λυγάει
γιὰ νὰ τοὺς εὐκολύνει στὴ δουλειά τους.
Δὲν τό ῾μάθε κανένας. Τ᾿ ὄνομά μου
μήτ᾿ ἐγὼ δὲν τὸ λέω καὶ δὲν τὸ γράφω.
γιὰ νὰ τοὺς εὐκολύνει στὴ δουλειά τους.
Δὲν τό ῾μάθε κανένας. Τ᾿ ὄνομά μου
μήτ᾿ ἐγὼ δὲν τὸ λέω καὶ δὲν τὸ γράφω.
Τὰ μπουκωμένα στόματ᾿ ἀλυχτῆσαν:
–καλότυχοι, ἕνας Βούργαρος λιγότερο!
–κακότυχοι, ποὺ δὲν τόνε προλάβαμε!
–κόβουμ᾿ ἕναν, φυτρώνουνε σαράντα!
–καλότυχοι, ἕνας Βούργαρος λιγότερο!
–κακότυχοι, ποὺ δὲν τόνε προλάβαμε!
–κόβουμ᾿ ἕναν, φυτρώνουνε σαράντα!
Εὐχαριστῶ σας, γερατειὰ καὶ πόνοι,
ποὺ ἐσεῖς μὲ ξαποστείλατε, ὄχι ὁ Νόμος
(δυὸ φορὲς «ἐπ᾿ ἐσχάτῃ προδοσίᾳ»!).
ποὺ ἐσεῖς μὲ ξαποστείλατε, ὄχι ὁ Νόμος
(δυὸ φορὲς «ἐπ᾿ ἐσχάτῃ προδοσίᾳ»!).
Κι οὔτε μὲ πολτοποίησε στὴ λάσπη
ἕνα τρίκυκλο ἀθῷο («τροχαῖον ἀτύχημα»!).
Ρίχτε με τώρα στὰ βαθιὰ τῆς θάλασσας.
Τ᾿ ἀδούλωτα κορμιὰ δὲ βρίσκουν οὔτε
μιᾶς πιθαμῆς Ἑλλάδα νὰ ἡσυχάσουν!
ἕνα τρίκυκλο ἀθῷο («τροχαῖον ἀτύχημα»!).
Ρίχτε με τώρα στὰ βαθιὰ τῆς θάλασσας.
Τ᾿ ἀδούλωτα κορμιὰ δὲ βρίσκουν οὔτε
μιᾶς πιθαμῆς Ἑλλάδα νὰ ἡσυχάσουν!
Νοέμβρης 1968
Επίσης Ι.Ο. η αλήθινη απολογία του Σωκράτη θεωρώ ότι είναι ένα απίστευτο βιβλίο για την εποχή του και ακόμα και σήμερα .
ΑπάντησηΔιαγραφήΧαιρετώ !
Καλησπέρα Τάσο,
ΑπάντησηΔιαγραφήσυμφωνώ απόλυτα. Και στο σχολείο που μας κλείνει τα μάτια, ευτυχώς είναι κάτι που διδάσκεται ακόμα...
Το σημαντικό νομίζω στην απολογία του Σωκράτη είναι ότι δεν πρόδωσε τα πιστέυω του και την συνείδηση του. Δες αν θέλεις και μια σχετική ανάρτηση στην Τροφή για σκέψη εδώ:
http://sobaresapopseis.blogspot.com/2009/09/blog-post.html