ΠΡΟΣΦΑΤΑ

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2015

Επιτήδευση



     Όποιος δεν εισπράττει προσοχή – ή σύμφωνα με την άποψη του όχι αρκετή – θ’ αρχίσει να υπερβάλλει. Κάνει τρέλες ώστε να καταφέρει να βρεθεί στο κέντρο του ενδιαφέροντος. Το να υπερβάλλω είναι να προσποιούμαι λόγω ματαιοδοξίας. 
       Ή λόγω μοναξιάς. Ή λόγω πνευματικής σύγχυσης. 
     Στα χρόνια που κάποιος ακόμα ψάχνει για αγάπη και φιλία, για γραμμές κατεύθυνσης και δρόμους, όχι μόνο για να απελευθερώσει τις ορέξεις του ή για να μπορεί να εκφέρει απόψεις που μοιάζουν ενδιαφέρουσες, αλλά και για να μπορεί να διδάσκει την απάθεια και να θεωρεί τον εαυτό του πιο έξυπνο από τις απόψεις των άλλων, σ’ αυτά τα χρόνια της μικρότητας που θέλει να είναι μεγαλείο και της επιβαλλόμενης υπεροψίας που μπορεί να σε φυσήξει σαν ένα φτερό μακριά – δηλαδή στα χρόνια της νεότητας, όπου από κάθε δημιουργία λείπει το θεμέλιο και από κάθε θεμέλιο η δημιουργία, είναι η επιτήδευση μια δεύτερη φύση. Για τον απ’ έξω παρατηρητή περιέχει η υπερβολή αυτών των χρόνων, λόγω της δυσάρεστης ατέλειας της, κάτι όμορφο. Είναι μια τόσο φανερή εκδήλωση ταυτόχρονα τόλμης και απελπισίας και ως εκ τούτου γεννά αισθήματα τρυφερότητας. Η υπερβολή μοιάζει για τον έφηβο το μοναδικό τσιμέντο ανάμεσα στη συναίσθησή του ότι δεν είναι ακόμη τίποτα και στην πάρα πολύ δυνατή κραυγή του για όλα. 
     Τώρα που έγινα ένας παρατηρητής της δικής μου νεότητας και αυτή όπως και ενός άλλου, ενός ξένου, απλώνεται μπροστά μου, έχει παρεισφρήσει στην ντροπή μου για τις εφηβικές μου επιτηδεύσεις μια γενναία μερίδα αυτής της τρυφερότητας. 
     Η ντροπή σχίζεται σε κουρέλια και κλωστές και δεν θα αφήσει πίσω της, αν περιμένω λίγο ακόμα, ούτε ίχνος. Τότε θα κοιτώ τις παλιές μου υπερβολές όπως ένας κυνηγός πεταλούδων τα μάταια χρώματα των θηραμάτων του. Θα κάνω τομές σ’ αυτές τις ματαιοδοξίες, θα τις καρφιτσώσω και θα γράψω σχόλια – μ’ ένα πρόσωπο ερωτευμένο και χέρια κρύα. 
     Πόσες πολλές επιτηδεύσεις θυμάμαι! Η λαχτάρα αυτού του μικροκαμωμένου βραδυκίνητου από την επαρχία, με τα όνειρα του για μεγάλες φιλίες και ακανθώδεις περιπέτειες στις οποίες αυτός, περήφανος αρχηγός, έπαιζε ξεκάθαρα το ρόλο του σωτήρα πρέπει να ήταν πολύ μεγάλη. Αχ, γύρω του είχε μόνο το αργόσυρτο βήμα, τα άδεια πεζοδρόμια, τα μελαγχολικά λιβάδια, τα κουνούπια το καλοκαίρι και αραιά και που το βουητό ενός αεροπλάνου από μακριά. Όλα πήρανε έτσι τον νυσταγμένο τους δρόμο και ήταν τόσο χωρίς ελπίδα και φόβο – που μπορούσε μόνο μέσω μιας απότομης κίνησης, μιας απελπισμένης πράξης να συνεισφέρει λίγη ζωή. Θα ήθελε κάποτε όλοι την ίδια στιγμή να τρέξουν, να φωνάξουν και να κλάψουν – γι’ αυτόν, γι’ αυτόν. Πότε έπεφτε στη μέση του δρόμου, ή μέσα σ’ ένα ξένο σπίτι, λιπόθυμος· πότε έκανε μ’ ένα μαχαιράκι μια βαθιά χαρακιά στα χέρια του ώστε το αίμα να τρέξει ορμητικά προς τα κάτω· πότε γυρνούσε τα μάτια του ώστε να φαίνεται το άσπρο των ματιών και το έπαιζε επιληπτικός. Και εντωμεταξύ ήταν εκεί μέσα του, πάντα παρών, αυτός ο τόσο μικρούλης και στην πραγματικότητα με μικρότητες ευχαριστημένος αλητάκος που, ανάμεσα από τις βλεφαρίδες του και μέσω της κόρης του γυρισμένου του ματιού, παρατηρούσε αν η ταραχή γύρω του ήταν αρκετά μεγάλη. 
     Ήταν ένας τέλειος τρόπος για να ξεφύγεις από τις μικρότητες και την βραδεία κίνηση των πραγμάτων. Εθίστηκε στο ν’ αφήνει να έρχονται άνθρωποι, διότι είχαν αρχίσει να χειρονομούν πραγματικά πολύ και, γεμάτοι έγνοια, να ενδιαφέρονται γι’ αυτόν. Είχε ρίξει μια νάρκη στο νεκρό νερό και το νερό έβρασε και τινάχτηκε προς τα πάνω. Τι τον ένοιαζε αν αυτή η νάρκη ήταν ένα ψέμα, αφού το νερό συνέχισε να ζει; Τι ένοιαζε το ζωντανό νερό που όφειλε την εμψύχωση του στην επιτήδευση; Τίποτα δεν του έμοιαζε πιο δημιουργικό από το ψέμα, και για πάντα θα συνδύαζε την προσποίηση με τη ζωντάνια. Η αλήθεια υπήρχε μόνο για να δραπετεύσεις – στην ταραχή.

Μετάφραση από τα Ολλανδικά: Τρύφων Λιώτας
Λίγα λόγια για το βιβλίο και τον συγγραφέα μπορείτε να διαβάσετε εδώ. 
« PREV
NEXT »

Δεν υπάρχουν σχόλια

Δημοσίευση σχολίου