ΠΡΟΣΦΑΤΑ

Παρασκευή 1 Απριλίου 2016

Αντιπαράθεση





     Θα έπρεπε να το ονομάσω αυτοφωρία ή πιάσιμο-στα-πράσα, αλλά τέτοια λέξη δεν υπάρχει στα Ολλανδικά. Όλοι έχουμε την εμπειρία του. Μιλάς σε κάποιον ο οποίος αρχίζει να σου αναλύει μια καινούργια παροδική μόδα των απαίσιων σνομπ να φοράνε μόνο άσπρα αθλητικά παπούτσια με μια κόκκινη ρίγα που μπορούν να αγοραστούν αποκλειστικά στο τάδε και στο δείνα πολυκατάστημα, ένα πραγματικά πολύ ντροπιαστικό υπόδημα και ένα πολυκατάστημα από το οποίο κανένας ευπρεπής άνθρωπος δεν θ' αγόραζε ποτέ τίποτα, και τελειώνει την ιστορία του με μερικούς θανατηφόρους χαρακτηρισμούς για τους δειλούς οπαδούς της μόδας που συνεχίζουν για πολλοστή φορά, με την συλλογική τους αυθεντικότητα, να παίρνουν μέρος σε τέτοιες συμπεριφορές. Τσακίζει τη νεανική τους προσήλωση με τέτοια μαεστρία στο χειρισμό της γλώσσας που δεν μπορείς να κάνεις τίποτα άλλο παρά να γνέφεις συγκαταβατικά, που και που γελώντας τρανταχτά, αλλά καθ' όλη τη διάρκεια ελπίζεις ότι ο συνομιλητής σου δεν θ' αφήσει τη ματιά του να γλιστρήσει προς το πάτωμα για να παρατηρήσει εκεί, γύρω από τα καταραμένα πόδια σου, τα συγκεκριμένα αθλητικά παπούτσια με την ριγέ κόκκινη διακόσμηση τα οποία μόλις σφαγίασε πάνω στο θυσιαστήριο της οξυδερκούς κριτικής των καιρών μας.

     Ή έχεις προσκαλέσει κάποιον για γεύμα και αυτός σου διηγείται, κατά την διάρκεια του απεριτίφ, πως πρόσφατα δείπνησε σε κάτι ηλίθιους, οι οποίοι είχαν και πάλι το λάθος ιταλικό κρασί στο σπίτι τους, από την περιοχή που κάθε γνώστης γνωρίζει, όσο κι αν προσπαθεί η ετικέτα τόσο ψεύτικα να δείχνει σικ, ότι είναι φτηνότερο από αυτό κάθε άλλης περιοχής. Το πολύ-θόρυβος-για-το-τίποτα-κρασί για κομπορρήμονες. Είχε από ευγένεια παλέψει να κατεβάσει το παλιόπραμα στο λαιμό του χωρίς να ξινίσει το πρόσωπό του, Casa Valpiglioni, φαντάσου – και εντωμεταξύ, ενώ συμπάσχεις μουρμουρίζοντας τόσες βλακείες, έχεις μια ολόκληρη κούτα Valpiglioni στην κουζίνα, χωρίς καμιά άλλη μάρκα σε κοντινή απόσταση, χωρίς κρυψώνα οποιουδήποτε είδους για να μπορέσεις άμεσα να λυτρωθείς από τη μεγάλη ανάγκη.

     Κάποτε κατέλυσα σ' ένα ξενοδοχείο στη Vevey[1]. Για κάνα δυο μέρες συνεχόμενα – δεν υπάρχουν και πολλά άλλα πράγματα να κάνεις εκεί – μπόρεσα να μελετήσω τη συμπεριφορά μια ηλικιωμένης χήρας και ενός ζιγκολό. Η μια έκανε σαν να μην ήταν τόσο ηλικιωμένη και ο άλλος προσποιούνταν σφόδρα ότι δεν ήταν ζιγκολό. Κι όμως γνώριζαν και οι δυο για τον εαυτό τους και ο ένας για τον άλλο. Θα μπορούσαν κατά προτίμηση, στο σαλόνι, στο ρεστοράν και στην άκρη της πισίνας να το παίζουν μητέρα και γιος, αλλά η γυναίκα ήταν γι' αυτό πάρα πολύ δυναμική και ο νεαρός έμοιαζε πάρα πολύ σε μοντέλο περιοδικού. Μια χρηματοδοτική μηχανή του σεξ γεμάτη ρωγμές που δεν σουλουπωνόταν ούτε με τη σπάτουλα, ούτε με αλοιφές. Ο νεαρός έμοιαζε να έχει κάποιο ταλέντο στη συζήτηση, αλλά από τον τρόπο που τα μάτια της κυρίας γυρνούσαν, καταλάβαινες ότι δεν έβρισκε αυτή του την πλευρά ως την πιο ενδιαφέρουσα.

     Ένα βράδυ καθόμουν στο σαλόνι με την τηλεόραση όπου μόλις είχε αρχίσει μια ταινία – για μια ηλικιωμένη χήρα και ένα ζιγκολό. Ακριβώς ένα τέτοιο ζευγάρι. Θα μπορούσαν να ήταν το πρότυπό τους. Η ταινία εξελισσόταν ως μια σκληρή απεικόνιση των λυπητερών γοητειών της πανουργίας και των δυο· τρομερά αστείο ταυτόχρονα. Σε άφηνε να δεις τους ξεχωριστούς τους τρόπους με τον κυνισμό και την εξαπάτηση που ταιριάζει στην περίπτωση και παρουσίαζε το κοινό τους θέαμα χωρίς οίκτο.

     Ακριβώς σε μία τόσο επίπονη μα και αστεία στιγμή έκαναν την εμφάνισή τους στο σαλόνι με την τηλεόραση οι πραγματικοί τους σωσίες, σε ρούχα, χτένισμα και τρόπους, τα είδωλα του ζιγκολό και της ηλικιωμένης χήρας στην οθόνη. Καθίσανε, κοιτάξανε και μετά από ελάχιστα δευτερόλεπτα αποκλείστηκε κάθε έξοδος διαφυγής.







[1] [ΣτΜ] πόλη της Ελβετίας.

Μετάφραση από τα Ολλανδικά: Τρύφων Λιώτας
Λίγα λόγια για το βιβλίο και τον συγγραφέα μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
« PREV
NEXT »

Δεν υπάρχουν σχόλια

Δημοσίευση σχολίου