ΠΡΟΣΦΑΤΑ

Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2016

Ειδυλλιακό τοπίο




 


     Ποτέ δεν θα μπορούσα να βρω στα παιδικά μου χρόνια την έμπνευση ή το υλικό για ένα περιπετειώδες μυθιστόρημα, ένα δράμα, ένα ενθουσιώδες έπος γεμάτο συγκρούσεις, με οχιές παντού κάτω απ' το γρασίδι και εναλλασσόμενα συμπλέγματα με λίγα λόγια. Εκείνα τα χρόνια ήταν πολύ τρυφερά, πολύ ήρεμα, πολύ ροζ και πολύ απλά για κάτι τέτοιο. Ήταν ένα νησί πλήρους ησυχίας. Μπορώ να κρατήσω στα χέρια μου εκείνη την περίοδο σαν κάστανο και να την τρίψω. Αναδύει τότε μια ζεστή, γαλήνια λάμψη και αρχίζει να μυρίζει σαν κερί. Θα μπορούσα να καθρεφτιστώ σ' αυτό, αλλά κανένας όγκος δεν βγαίνει προς τα έξω, καμιά σπίθα δεν ανάβει, καμιά στήλη καπνού δεν υψώνεται. Μόνο η τέλεια οσμή του γυαλισμένου κάστανου υπάρχει, αυτό το ξύλινο κόσμημα στην παλάμη του χεριού μου.

     Δεν υπήρξαν θορυβώδη πάθη στην παιδική μου ηλικία ούτε ανταγωνιστικές ομάδες αξίωσαν την παιδική ψυχή μου, ώστε να διεκδικήσουν την κατοχή της, ενώ παράλληλα δεν τέθηκαν καθόλου τα θεμέλια για μια μελλοντική επιθετική, ψυχικά άρρωστη περιπλανώμενη ζωή. Δεν θυμάμαι παρά λίγα εξαιρετικά γεγονότα κι όμως δεν κάνω τίποτα πιο ευχάριστο απ' το να την αναπολώ. Δεν έγινε τίποτα αξιόλογο αλλά κάτι πιο συνταρακτικό ή ευχάριστο για να αναπολήσω δεν γνωρίζω να σκεφτώ.

     Χαμογέλα ήσυχα και κοροϊδευτικά στο ειδυλλιακό τοπίο. Ειδυλλιακά τοπία υπάρχουν με το τσουβάλι. Τα τινάζεις με τις ντουζίνες απ' το μανίκι σου. Δεν υπάρχει τίποτα πιο μονότονο και εύκολο ν' αντιγραφεί από το ειδυλλιακό τοπίο. Αλλά είναι το δικό μου ειδυλλιακό τοπίο κι ας μοιάζει μ' όλα τ' άλλα. Δεν μπορώ να έχω κανένα όφελος ούτε να εντυπωσιάσω κανένα αλλά μου είναι εσωτερικά αγαπητό.

     Όλα τότε μοιάζουν να κινούνται πιο αργά. Ναι, το ειδυλλιακό μου τοπίο είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος του ακίνητο. Ήχοι δεν υπάρχουν. Βλέπω μια φωλιά πελαργού σε μια καπνοδόχο και ξέρω ακόμη πόσο δυνατά ήταν τα συναισθήματα την ημέρα που τα πουλιά επέστρεψαν. Αλλά οι άνθρωποι στη μνήμη μου δεν ανταλλάσσουν κουβέντα και οι πελαργοί ακίνητοι φτεροκοπάνε γύρω απ' τη μπλεγμένη, πιεσμένη μάζα που αποτελεί το μέρος που ανατράφηκαν. Βλέπω την αυλή του σχολείου με τα βαριά πλατάνια της, όπου γύρω τους υπήρχαν – βαμμένα πράσινα και με ξύλινες πλάτες – παγκάκια, βλέπω την καμπάνα του σχολείου να κρέμεται από το θόλο της στη στέγη του σχολείου. Γνωρίζω πόσο θορυβώδης μπορεί να γίνει η πλατεία από το κουτσό, τα ποδοβολητά και τα μαλώματα, γνωρίζω με τι δυναμικό και χωρίς οίκτο ήχο αυτή η καμπάνα μας έβαζε σε σειρές μπροστά από την είσοδο του σχολείου και πόσο συμπονετικά μερικές ώρες αργότερα ηχούσε για να μας ξαναδώσει την ελευθερία αλλά στο ειδυλλιακό μου τοπίο είναι η αυλή πάντα άδεια και η καμπάνα κρέμεται εκεί ακίνητη. Βλέπω μακριά πέτρινα τείχη που χτυπούσες ρυθμικά με το χέρι σου καθώς περνούσες από κει και ψηλά χυτά κιγκλιδώματα που τα έκανες, ενώ έτρεχες δίπλα τους, χτυπώντας τα μ' ένα κλαδί, να κροταλίζουν και ν' αντηχούν. Πίσω απ' αυτούς τους τοίχους και τα κιγκλιδώματα απλώνονταν κολλητά ένα εδώ και καιρό εγκαταλειμμένο νεκροταφείο – αν έδινες ένα γερό πήδο ή περιεργαζόσουν ανάμεσα από τα κάγκελα, έβλεπες τα στραβά στο χώμα χωμένα μνήματα ανάμεσα στο γρασίδι. Τα βλέπω ακόμη όλα αλλά το χέρι μου πάνω στον πέτρινο τοίχο και το κλαδί μου στα σιδερένια κάγκελα δεν κάνουν πια θόρυβο. Το ειδυλλιακό μου τοπίο είναι μάλλον σοροπιασμένο.

     Βλέπω το μεγάλο πλήθος στο παγοδρόμιο έξω απ' το χωριό, ένα ηλιόλουστο χειμωνιάτικο μεσημέρι στο τσουχτερό κρύο, και βλέπω, στην αρχή της άνοιξης, την αντανάκλαση από τις ψηλές πασχαλιάτικες φωτιές στα πρόσωπα των συμμαθητών μου – που δεν τριζοβολούν και δεν τσιτσιρίζουν. Όσο ζω θα αιωρούμαι στο κενό αέρος πάνω από το παγοδρόμιο και οι σωροί ξύλων θα πυρακτώνουν σαν να είχαν κατασκευαστεί από φυσικό αέριο και μισοκαμένα κάρβουνα.

     Βλέπω ένα ράφτη να κάθεται σταυροπόδι πάνω σ' ένα τραπέζι, βλέπω μια τσουλήθρα στην οποία, όπου η επαφή με τα κοντά παντελονάκια μας ήταν η πιο έντονη, εμφανίζει στο ατσάλι γυαλιστερά σημεία, βλέπω άλογα να βηματίζουν προς μια σχολή ιππασίας, βλέπω να κρέμεται γύρω από τα σπίτια μια αδιαπέραστη ομίχλη, βλέπω χρυσόμυγες πάνω από σειρές θάμνων και ασπρόμαυρες γκραβούρες σε βιβλία του Ιούλιου Βερν, βλέπω το πριονίδι να ανασηκώνεται ανάμεσα από τις οπλές των αλόγων και, στο πι και φι να εξαφανίζεται. Το ειδυλλιακό τοπίο μου είναι ένα γεμάτο στατικές εικόνες βιβλίο που ξεφυλλίζω.

     Δεν χρειάζεται να σκαρφιστώ ήχους και οσμές, γιατί το άλμπουμ μου είναι αρκετά γεμάτο. Δεν χρειάζεται επίσης να διαμαρτύρομαι και να γκρινιάζω για ένα χαμένο παράδεισο, γιατί αυτό που χάθηκε είναι το λιγότερο. Στην ανάμνηση γίνεται ακόμα πιο ευχάριστο. Είναι ένας παράδεισος κέρδους και τόκου. Μπορώ συνεχώς να σκεφτώ καινούργιες λεπτές αποχρώσεις και να διευρύνω ή ν' αλλάξω αυθαίρετα το ειδυλλιακό μου τοπίο. Είναι τότε αυτές τρυφερές και εύθραυστες αλλά επίσης ατέλειωτα υπομονετικές και εύκαμπτες. Με προσκαλούν σε άχρηστες ονειροπολήσεις και με κάνουν να χάνω επιζήμια το χρόνο μου. Αλλά δε θα μπορούσα να ζω χωρίς το λυχνάρι του Αλλαντίν μου, το μαγικό μου κάστανο πάνω στο οποίο θέλω να τρίβω.

     Είναι ένα όνειρο, μια φυγή. Αλλά γιατί να μην τρέφω αισθήματα αγάπης γι' αυτό κι ας μοιάζει τόσο γεροντικό και παιδικό ταυτόχρονα; Ο κόσμος είναι αγεφύρωτος και από τους ανθρώπους ούτε ένας είναι ενάρετος. Τουλάχιστον στο ειδυλλιακό μου τοπίο δε βουίζουν, δε διατάζουν και δεν κλαψουρίζουν.

     Όλα εκεί μέσα μοιάζουν στερεοποιημένα. Θα μπορούσαν τα παιδιά του σήμερα να αποκτήσουν τέτοιες εμπειρίες όπου ελάχιστα συμβαίνουν και ο χρόνος κυλά ατελείωτα αργά; Θα μπορούσαν μεγαλωμένα με τηλεόραση να μην πλήξουν γρήγορα με μια φλόγα κεριού, ένα μονότονο θρόισμα των φύλλων ενός δέντρου, μια πλατεία στερημένη ανθρώπων; Θα μπορούσαν να παρατηρήσουν τις γιγάντιες αλλαγές σε μια κατάσταση όπου για πολλές ώρες τίποτα δεν αλλάζει;

     Υπάρχουν εκεί που μπορούν να αφήσουν τη ματιά τους να πλανηθεί, τόσο συνηθισμένα στο ότι όλα κινούνται και κάνουν θόρυβο, κατά προτίμηση θεαματικό και με πιθανότητα για ατυχήματα, ώστε δε μοιάζει να υπάρχει καθόλου θρεπτικό υπόστρωμα για ειδυλλιακά τοπία. Χάνουν πολύ γρήγορα, όταν τα παρατηρώ καλά, το ενδιαφέρον τους για πράγματα που δεν ανατινάζονται αμέσως.

     Ή το πάθαινα και εγώ τα χρόνια χωρίς τηλεόραση; Φοβάμαι πως ναι. Για ποιον άλλο λόγο έχει σβηστεί , στην ανάμνηση μου, τόσο σχολαστικά ο ήχος;



Μετάφραση από τα Ολλανδικά: Τρύφων Λιώτας
Λίγα λόγια για το βιβλίο και τον συγγραφέα μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
« PREV
NEXT »

Δεν υπάρχουν σχόλια

Δημοσίευση σχολίου