Writen by
Iptamenos Ollandos
8:19 π.μ.
-
0
Comments
Ζω σε δύο κόσμους. Στον ένα νιώθω μέσω της γέννησης και της συνήθειας
σαν το σπίτι μου, στον άλλο, σαν την πατρίδα
της καρδιάς μου[1],
μέσω αναγέννησης και επανα-εξοικείωσης. Επειδή μια τέτοια δεύτερη γέννηση
γίνεται πιο συνειδητά, γίνεσαι και πιο συνειδητός για το τετριμμένο των παλιών
σου συνηθειών. Αυτή η αλληλεπίδραση ανάμεσα στο συνειδητό και στο ασύνειδο, με
την οποία ξεχωρίζει η ήρα από το σιτάρι και κάνει πιο κατανοητά τα
περιγράμματα, του τι είναι ρουτίνα και τι αίσθηση, ενώνει τους δύο κόσμους μεταξύ
τους.
Κι όμως το σώμα σου μπορεί να βρίσκεται μόνο σ' έναν κάθε στιγμή. Ακόμα
και για το ψυχικό σου βίωμα έχει αυτό αξιοπερίεργες συνέπειες.
Εισέρχεσαι στον καινούργιο κόσμο που ήταν ο παλιός σου και όλα είναι
εκεί όπως την προηγούμενη μέρα. Περπατάς, χωρίς να το σκέφτεσαι, κατά μήκος των
ίδιων διαδρομών. Ακολουθείς ξανά τις παλιές σου συνήθειες. Τους φίλους σου τους
βλέπεις λες και δεν είχατε χωρίσει ποτέ. Αναγνωρίζεις κάθε ξεβαμμένο σημείο
στον τοίχο, κάθε ακανόνιστο σκαλοπάτι, κάθε ρόζο σ' ένα κλαδί. Στο μικρότερο
δυνατό χρόνο σκέψης ο παλιός κόσμος που, πριν από λίγο, έγινε ο καινούργιος έχει
αθόρυβα καταρρεύσει και καταβροχθισθεί από τη γη. Κάθε σκέψη γι' αυτόν σου
φαίνεται τώρα εξωπραγματική.
Όσο έντονα και σωματικά κι αν ήταν στον ένα κόσμο, αυτός κονιορτοποιείται
σε αστερόσκονη μόλις φτάσεις στον άλλο. Όλα σου είναι και πάλι γνωστά, έχεις
μόνο μεταφέρει μια ένταση και την υλική σου υπόσταση. Η ύπαρξη σου στον κόσμο
που παράτησες πέφτει σε μια τρύπα χωρίς διάρκεια ή ουσία και αυτή κλείνει χωρίς
ν' αφήσει σημάδια πίσω σου.
Και προς τις δύο διευθύνσεις έχουν έτσι τα πράγματα. Ελευθερώνεσαι από
έναν κόσμο που έμοιαζε να σου ταιριάζει τέλεια και γυρνάς πίσω. Πως μπορεί αυτό
το μισογκρεμισμένο σπίτι στη γωνιά να έχει σβηστεί τελείως από τη μνήμη σου;
Πως είναι δυνατόν ποτέ μια φτυαριά χώμα της λήθης να σκεπάσει αυτές τις
γυναίκες εκεί, με τις στάμνες τους και τις μαύρες πλερέζες τους, τις οποίες
συνάντησες τυχαία περπατώντας; Αυτόν τον νεαρό με αυτό το κλουβί πουλιών στην
πλάτη του; Τους καθημερινούς φίλους σου; Ξαναπιάνεις το νήμα χωρίς κόπο και η
γη των προγόνων σου, που αυτή τη φορά αφήνεις πίσω σου, υφίσταται την ίδια
μοίρα σαν την άλλη, σ' ένα προηγούμενο στάδιο. Διαλύεται όπως ο καπνός.
Αφήνεις μια γη με πόνο – για να την ξεχάσεις αμέσως. Γυρνάς πίσω σε μια
χώρα – και έχεις ξεχάσει ότι ακολουθείς πάλι μια διαδρομή στην οποία υπάρχει
πόνος. Αποξενώνεσαι από κάθε κόσμο ήδη από την αναχώρηση και στην άφιξη είναι τόσο
κοινός όσο κάθε άλλος. Γλιστράς ανάμεσα στους δύο πέρα δώθε και η αίσθηση
συνεχίζει πάντα να επαναλαμβάνεται. Τη νοσταλγία την ακολουθεί η λήθη και τη
λήθη η ζεστασιά, σε όποια διεύθυνση κι αν πηγαίνεις. Άφιξη και αναχώρηση δεν
υπάρχουν πια, γίνονται μια αιώνια περιστρεφόμενη πόρτα.
Τρομάζεις μόνο ακόμη από κάτι αναμνήσεις του ίδιου του ταξιδιού. Στην
επιστροφή σου – που λέγεται επίσης άφιξη – ένα αστείο συμβάν στο αεροδρόμιο ή
ένα βίωμα σ' ένα ξενοδοχείο που κουβαλάς μαζί σου μοιάζει να έχει επισκεφτεί
την πιο μακρινή γωνιά της μνήμης σου. Κάποιος σε θυμάται και εσύ αντιδράς
σοκαρισμένος. Πως μπορεί να μοιάζει τόσο μακρινό; Υπάρχουν λοιπόν, προφανώς,
ρωγμές οικειότητας στην περιστρεφόμενη πόρτα. Χωρίς να το αντιληφθούμε, σ' όλη
αυτή τη διαδικασία, ο χρόνος έχει στραμπουλίσει το πόδι του.
Αυτό που με
εντυπωσιάζει όμως περισσότερο σ' αυτήν την αίσθηση του πήγαινε-έλα, ή του
έλα-πήγαινε, είναι ότι απ' όλες τις αισθήσεις αυτή μοιάζει η λιγότερο επιρρεπής
στη φθορά της επανάληψης. Ν' αποχαιρετάς τον ένα κόσμο για να τα βρεις όλα σ'
έναν άλλο κόσμο όπως πολύ παλιά, να αναβιώσεις τον επίπονο δρόμο προς τα έξω
σαν τον οικείο δρόμο προς τα μέσα – όσο συχνά κι αν μου συμβεί, δεν μπορώ να
επιτύχω να βιώσω αυτήν την περιστρεφόμενη πόρτα σαν κάτι το συνηθισμένο. Ο
θαυμασμός παραμένει. Ο λόγος που συμβαίνει αυτό, μου διαφεύγει τελείως.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου