ΠΡΟΣΦΑΤΑ

Σάββατο 9 Ιουλίου 2016

Η αργή σκέψη

Jean-Jacques Rousseau (1712-1778)


Από το «Οι εξομολογήσεις», εκδόσεις Ιδεόγραμμα, Αθήνα 1997.


«[…] Συνυπάρχουν σ’ εμένα δύο σχεδόν ασυμβίβαστα πράγματα, χωρίς να μπορώ να καταλάβω πώς: μια πολύ θερμή ιδιοσυγκρασία, με αισθήματα δυνατά, ασυγκράτητα, και μια σκέψη αργή, συγκεχυμένη, με ιδέες που μου έρχονται πάντα εκ των υστέρων. Θα έλεγε κανείς πως η καρδιά και το μυαλό μου δεν ανήκουν στο ίδιο άτομο. Η αίσθηση πλημμυρίζει την ψυχή μου ακαριαία, σαν αστραπή · αλλά αντί να με φωτίσει, με καίει και με τυφλώνει. Αισθάνομαι τα πάντα, αλλά δεν βλέπω τίποτα. Είμαι φλεγόμενος, αλλά βλαξ. Για να σκεφτώ, πρέπει να είμαι ψύχραιμος. Το περίεργο είναι πως είμαι ιδιαίτερα εύστοχος, ή ακόμα και πνευματώδης, αρκεί να με περιμένουν. Βρίσκω τις πιο αποστομωτικές απαντήσεις, αλλά μονάχα με την ησυχία μου, γιατί επί τόπου δεν θυμάμαι να έκανα ή να είπα ποτέ τίποτα αξιόλογο. Θα μπορούσα να κάνω μία απολαυστική συζήτηση δι’ αλληλογραφίας, όπως λέγεται ότι παίζουν σκάκι οι Ισπανοί. Όταν κάποτε διάβασα εκείνη τη χαρακτηριστική ιστορία κάποιου δούκα της Σαβοΐας, ο οποίος αναφώνησε ξαφνικά στα μισά του δρόμου: «Να τα φάτε, Παρισινέ πραματευτή*», είπα μέσα μου: «Να, ποιος είμαι».
_______________________________
*Το περιστατικό αναφέρεται στα παζάρια του Δούκα της Σαβοΐας κάποτε, σε κατάστημα των Παρισίων. Για την αγορά ενός αντικειμένου πρόσφερε ένα εξευτελιστικό ποσό και τότε ο καταστηματάρχης που δεν το γνώριζε του απάντησε με τη λέξη "σκατά". Ο Δούκας θύμωσε, αλλά δεν βρήκε άμεσα απάντηση στη συμπεριφορά του εμπόρου. Τη βρήκε, βέβαια, στα μισά του δρόμου της επιστροφής, όταν ήδη βρισκόταν κοντά στη Λυών.


Αυτή τη βραδύτητα στη σκέψη, που συμβαδίζει με έναν καταιγισμό στην αντίληψη, δεν έχω μόνο όταν μιλάω, την έχω και μόνος μου όταν δουλεύω. Οι σκέψεις μου ταξινομούνται στο μυαλό μου με απίστευτη δυσκολία. Αναβράζουν υπόγεια, ζυμώνονται, κοχλάζουν, μέχρι που ανάβω, πάλλομαι, με πιάνει ταχυπαλμία. Αλλά στο διάστημα αυτού του αναβρασμού, τίποτα δεν είναι ξεκάθαρο · δεν μπορώ να γράψω ούτε λέξη · πρέπει να περιμένω. Σιγά – σιγά, ανεπαίσθητα, ο σάλος καταλαγιάζει, το χάος ξεμπερδεύεται και το κάθε τι μπαίνει στη θέση του, αλλά αργά και ύστερα από μια άγρια και παρατεταμένη σύγχυση. Έχετε δει ποτέ όπερα στην Ιταλία; Όταν αλλάζει σκηνή, κυριαρχεί στα μεγάλα αυτά θέατρα μια τρομερή αναμπουμπούλα που διαρκεί αρκετή ώρα. Όλα τα σκηνικά γίνονται άνω κάτω, βλέπεις από όλες τα μεριές ένα εκνευριστικό σούρτα φέρτα και έχεις την εντύπωση πως πρόκειται να γκρεμιστεί το παν. Αλλά σιγά – σιγά όλα τακτοποιούνται, δεν λείπει πια τίποτα, και βλέπεις κατάπληκτος ένα μαγευτικό θέαμα να διαδέχεται αυτή την έκρυθμη κατάσταση. Κάτι παρόμοιο είναι και η διαδικασία που συντελείται μέσα στο κεφάλι μου όταν προσπαθώ να γράψω. Αν είχα την υπομονή να περιμένω πρώτα, ώστε να δώσω ύστερα σε όλη τους την ομορφιά τα όσα αναδύονται μέσα από αυτή, ελάχιστοι συγγραφείς θα με είχαν ξεπεράσει.

Σ’ αυτό οφείλεται και η τεράστια δυσκολία με την οποία γράφω πάντα. Τα χειρόγραφα μου, γεμάτα σβησίματα, μουντζούρες και μπερδεμένες διορθώσεις που δεν διαβάζονται, δείχνουν περίτρανα πόσον κόπο κατέβαλα για να τα γράψω. Δεν υπάρχει ούτε ένα που να μη χρειάστηκε να το αντιγράψω τέσσερις και πέντε φορές προτού το δώσω στο τυπογραφείο. Ποτέ δεν μπόρεσα να κάνω τίποτα καθισμένος σ’ ένα τραπέζι, με μια πένα στο χέρι και μπροστά μου μια κόλλα χαρτί. Μόνο περπατώντας ανάμεσα στις πέτρες και τα δέντρα ή τη νύχτα, ξαπλωμένος και ξάγρυπνος στο κρεβάτι μου, μόνο τότε γράφω και πάντα νοερά. Εύκολα καταλαβαίνει κανείς πόσο αργή είναι αυτή η διαδικασία για έναν άνθρωπο εντελώς ανίκανο να απομνημονεύσει οτιδήποτε, έναν άνθρωπο που ποτέ στη ζωή του δεν κατόρθωσε να μάθει έξι στίχους απ’ έξω. Υπάρχουν παράγραφοι στα κείμενα μου, που τις στριφογύριζα και τις ξαναστριφογύριζα πέντε και έξι νύχτες στο μυαλό μου μέχρι να είναι έτοιμες να μπουν στο χαρτί. Γι’ αυτό και τα καταφέρνω καλύτερα με τα κείμενα που απαιτούν πολλή δουλειά, παρά με εκείνα που γράφονται με κάποια προχειρότητα, όπως ας πούμε τα γράμματα, ένα είδος στου οποίου το πνεύμα δεν μπόρεσα ποτέ μου να μπω, και που ανέκαθεν αποτελούσε για ‘μένα πραγματικό μαρτύριο. Για να καταφέρω να γράψω ένα γράμμα για οποιοδήποτε ασήμαντο θέμα, πρέπει να παιδευτώ ώρες ολόκληρες. Αν δοκιμάσω να γράψω απευθείας ό,τι μου έρχεται, δεν ξέρω από πού ν’ αρχίσω και που να τελειώσω · το γράμμα μου γίνεται μία δαιδαλώδης, ατέλειωτη φλυαρία, και είναι πολύ αμφίβολο, αν βγάζει κάποιο νόημα αυτός που το διαβάζει.

Δεν δυσκολεύομαι μόνο να διατυπώσω τις σκέψεις μου, δυσκολεύομαι και να τις διαμορφώσω. Έχω μελετήσει τους ανθρώπους και πιστεύω πως είμαι αρκετά καλός παρατηρητής. Κι όμως, σ’ αυτά που βλέπω, δεν μπορώ να δω τίποτα · μόνο σ’ εκείνα που θυμάμαι βλέπω καθαρά, και είμαι οξυδερκής μόνο στις αναμνήσεις μου. Σε όλα συμβαίνουν, όλα όσα λένε και κάνουν οι άλλοι μπροστά μου, δεν διαβλέπω τίποτα, δεν εμβαθύνω σε τίποτα. Το μόνο που προσέχω είναι η επιφάνεια. Αργότερα, όμως, μου ξανάρχονται όλα. Θυμάμαι τον τόπο, τον χρόνο, το ύφος, το βλέμμα, την κίνηση, την ειδική συνθήκη · τίποτα δεν μου διαφεύγει. Και τότε, μέσ’ από εκείνα που έκαναν ή είπαν, καταλαβαίνω τι σκέφτονταν και σπάνια πέφτω έξω.

Από το πόσο ελάχιστα ελέγχω το μυαλό μου, όταν είμαι μόνος μου, μπορείτε εύκολα να φανταστείτε τι μου συμβαίνει ανάμεσα σε κόσμο, όπου για να μιλήσει κανείς εύστοχα πρέπει να σκεφτεί εν ριπή οφθαλμού χίλια δυο πράγματα μαζί. Και η ιδέα μόνο όλων εκείνων των συμβατικών κανόνων, από τους οποίους είναι βέβαιο πως κάποιον θα ξεχάσω, αρκεί για να χάσω τα λόγια μου. Ομολογώ πως δεν καταλαβαίνω που βρίσκουν οι άλλοι το κουράγιο να μιλάνε σε μια συντροφιά, όπου σε κάθε σου λέξη πρέπει να λαμβάνεις υπόψη σου όλους τους παρευρισκομένους, κι όπου μόνο αν ξέρεις τα πάντα για τον χαρακτήρα και την προσωπική ιστορία του καθενός, μπορείς να είσαι σίγουρος ότι αυτό που θα πεις δεν θα θίξει κανέναν. Πάνω σ’ αυτό, οι άνθρωποι των σαλονιών έχουν ένα μεγάλο πλεονέκτημα: επειδή ξέρουν καλύτερα τι δεν πρέπει να πουν, μπορούν να είναι πιο σίγουροι γι’ αυτό που λένε. Αλλά και πάλι κάνουν κι αυτοί κάποιες γκάφες. Φανταστείτε τώρα έναν άνθρωπο που πέφτει μέσα εκεί ουρανοκατέβατος. Είναι σχεδόν αδύνατον να μιλήσει έστω και ένα λεπτό, χωρίς να το μετανιώσει. Όσο για την κουβέντα ανάμεσα σε δύο άτομα, έχει ένα άλλο μειονέκτημα, που για ‘μένα είναι ακόμη χειρότερο. Είσαι υποχρεωμένος να μιλάς συνεχώς. Όταν σου μιλάνε, πρέπει να απαντάς και όταν πέφτει σιωπή πρέπει να τη σπας. Αυτός ο αφόρητος καταναγκασμός θα ήταν ήδη υπεραρκετός για να με κάνει να αποφεύγω τις συναναστροφές. Δεν υπάρχει για ‘μένα χειρότερη καταπίεση από την υποχρέωση να μιλάω χωρίς χρονοτριβή και χωρίς ανάπαυλα. Δεν ξέρω αν αυτό έχει να κάνει με τη θανάσιμη απέχθεια μου για κάθε μορφή καταδυνάστευσης, αλλά αρκεί να πρέπει να μιλήσω οπωσδήποτε για να είναι βέβαιο ότι θα πω κάποια βλακεία.

Το τραγικότερο είναι ότι, αντί να κρατάω το στόμα μου κλειστό, όταν δεν έχω να πω τίποτα, με πιάνει μια μανία να μιλήσω για να εκπληρώσω το χρέος μου, μια ώρα αρχύτερα. Σπεύδω να ψελλίσω διάφορες κουβέντες ασυνάρτητες, και είμαι τυχερός αν δεν σημαίνουν απολύτως τίποτα. Προσπαθώντας να κατανικήσω ή να κρύψω τη βλακεία μου καταφέρνω να μην την επιδείξω. […]».

ΠΗΓΗ: - Ζαν Ζακ Ρουσσώ, Οι εξομολογήσεις, εκδόσεις Ιδεόγραμμα, Αθήνα 1997. Πηγή: www.lifo.gr
«[…] Συνυπάρχουν σ’ εμένα δύο σχεδόν ασυμβίβαστα πράγματα, χωρίς να μπορώ να καταλάβω πώς: μια πολύ θερμή ιδιοσυγκρασία, με αισθήματα δυνατά, ασυγκράτητα, και μια σκέψη αργή, συγκεχυμένη, με ιδέες που μου έρχονται πάντα εκ των υστέρων. Θα έλεγε κανείς πως η καρδιά και το μυαλό μου δεν ανήκουν στο ίδιο άτομο. Η αίσθηση πλημμυρίζει την ψυχή μου ακαριαία, σαν αστραπή · αλλά αντί να με φωτίσει, με καίει και με τυφλώνει. Αισθάνομαι τα πάντα, αλλά δεν βλέπω τίποτα. Είμαι φλεγόμενος, αλλά βλαξ. Για να σκεφτώ, πρέπει να είμαι ψύχραιμος. Το περίεργο είναι πως είμαι ιδιαίτερα εύστοχος, ή ακόμα και πνευματώδης, αρκεί να με περιμένουν. Βρίσκω τις πιο αποστομωτικές απαντήσεις, αλλά μονάχα με την ησυχία μου, γιατί επί τόπου δεν θυμάμαι να έκανα ή να είπα ποτέ τίποτα αξιόλογο. Θα μπορούσα να κάνω μία απολαυστική συζήτηση δι’ αλληλογραφίας, όπως λέγεται ότι παίζουν σκάκι οι Ισπανοί. Όταν κάποτε διάβασα εκείνη τη χαρακτηριστική ιστορία κάποιου δούκα της Σαβοΐας, ο οποίος αναφώνησε ξαφνικά στα μισά του δρόμου: «Να τα φάτε, Παρισινέ πραματευτή*», είπα μέσα μου: «Να, ποιος είμαι». (Σ.Σ: *Το περιστατικό αναφέρεται στα παζάρια του Δούκα της Σαβοΐας κάποτε, σε κατάστημα των Παρισίων. Για την αγορά ενός αντικειμένου πρόσφερε ένα εξευτελιστικό ποσό και τότε ο καταστηματάρχης που δεν το γνώριζε του απάντησε με τη λέξη "σκατά". Ο Δούκας θύμωσε, αλλά δεν βρήκε άμεσα απάντηση στη συμπεριφορά του εμπόρου. Τη βρήκε, βέβαια, στα μισά του δρόμου της επιστροφής, όταν ήδη βρισκόταν κοντά στη Λυών). Αυτή τη βραδύτητα στη σκέψη, που συμβαδίζει με έναν καταιγισμό στην αντίληψη, δεν έχω μόνο όταν μιλάω, την έχω και μόνος μου όταν δουλεύω. Οι σκέψεις μου ταξινομούνται στο μυαλό μου με απίστευτη δυσκολία. Αναβράζουν υπόγεια, ζυμώνονται, κοχλάζουν, μέχρι που ανάβω, πάλλομαι, με πιάνει ταχυπαλμία. Αλλά στο διάστημα αυτού του αναβρασμού, τίποτα δεν είναι ξεκάθαρο · δεν μπορώ να γράψω ούτε λέξη · πρέπει να περιμένω. Σιγά – σιγά, ανεπαίσθητα, ο σάλος καταλαγιάζει, το χάος ξεμπερδεύεται και το κάθε τι μπαίνει στη θέση του, αλλά αργά και ύστερα από μια άγρια και παρατεταμένη σύγχυση. Έχετε δει ποτέ όπερα στην Ιταλία; Όταν αλλάζει σκηνή, κυριαρχεί στα μεγάλα αυτά θέατρα μια τρομερή αναμπουμπούλα που διαρκεί αρκετή ώρα. Όλα τα σκηνικά γίνονται άνω κάτω, βλέπεις από όλες τα μεριές ένα εκνευριστικό σούρτα φέρτα και έχεις την εντύπωση πως πρόκειται να γκρεμιστεί το παν. Αλλά σιγά – σιγά όλα τακτοποιούνται, δεν λείπει πια τίποτα, και βλέπεις κατάπληκτος ένα μαγευτικό θέαμα να διαδέχεται αυτή την έκρυθμη κατάσταση. Κάτι παρόμοιο είναι και η διαδικασία που συντελείται μέσα στο κεφάλι μου όταν προσπαθώ να γράψω. Αν είχα την υπομονή να περιμένω πρώτα, ώστε να δώσω ύστερα σε όλη τους την ομορφιά τα όσα αναδύονται μέσα από αυτή, ελάχιστοι συγγραφείς θα με είχαν ξεπεράσει. Ένα κείμενο του Ρουσσώ για τους αιώνια ντροπαλούς, για όσους νιώθουν ότι δεν ανήκουν πουθενά Σ’ αυτό οφείλεται και η τεράστια δυσκολία με την οποία γράφω πάντα. Τα χειρόγραφα μου, γεμάτα σβησίματα, μουντζούρες και μπερδεμένες διορθώσεις που δεν διαβάζονται, δείχνουν περίτρανα πόσον κόπο κατέβαλα για να τα γράψω. Δεν υπάρχει ούτε ένα που να μη χρειάστηκε να το αντιγράψω τέσσερις και πέντε φορές προτού το δώσω στο τυπογραφείο. Ποτέ δεν μπόρεσα να κάνω τίποτα καθισμένος σ’ ένα τραπέζι, με μια πένα στο χέρι και μπροστά μου μια κόλλα χαρτί. Μόνο περπατώντας ανάμεσα στις πέτρες και τα δέντρα ή τη νύχτα, ξαπλωμένος και ξάγρυπνος στο κρεβάτι μου, μόνο τότε γράφω και πάντα νοερά. Εύκολα καταλαβαίνει κανείς πόσο αργή είναι αυτή η διαδικασία για έναν άνθρωπο εντελώς ανίκανο να απομνημονεύσει οτιδήποτε, έναν άνθρωπο που ποτέ στη ζωή του δεν κατόρθωσε να μάθει έξι στίχους απ’ έξω. Υπάρχουν παράγραφοι στα κείμενα μου, που τις στριφογύριζα και τις ξαναστριφογύριζα πέντε και έξι νύχτες στο μυαλό μου μέχρι να είναι έτοιμες να μπουν στο χαρτί. Γι’ αυτό και τα καταφέρνω καλύτερα με τα κείμενα που απαιτούν πολλή δουλειά, παρά με εκείνα που γράφονται με κάποια προχειρότητα, όπως ας πούμε τα γράμματα, ένα είδος στου οποίου το πνεύμα δεν μπόρεσα ποτέ μου να μπω, και που ανέκαθεν αποτελούσε για ‘μένα πραγματικό μαρτύριο. Για να καταφέρω να γράψω ένα γράμμα για οποιοδήποτε ασήμαντο θέμα, πρέπει να παιδευτώ ώρες ολόκληρες. Αν δοκιμάσω να γράψω απευθείας ό,τι μου έρχεται, δεν ξέρω από πού ν’ αρχίσω και που να τελειώσω · το γράμμα μου γίνεται μία δαιδαλώδης, ατέλειωτη φλυαρία, και είναι πολύ αμφίβολο, αν βγάζει κάποιο νόημα αυτός που το διαβάζει. Δεν δυσκολεύομαι μόνο να διατυπώσω τις σκέψεις μου, δυσκολεύομαι και να τις διαμορφώσω. Έχω μελετήσει τους ανθρώπους και πιστεύω πως είμαι αρκετά καλός παρατηρητής. Κι όμως, σ’ αυτά που βλέπω, δεν μπορώ να δω τίποτα · μόνο σ’ εκείνα που θυμάμαι βλέπω καθαρά, και είμαι οξυδερκής μόνο στις αναμνήσεις μου. Σε όλα συμβαίνουν, όλα όσα λένε και κάνουν οι άλλοι μπροστά μου, δεν διαβλέπω τίποτα, δεν εμβαθύνω σε τίποτα. Το μόνο που προσέχω είναι η επιφάνεια. Αργότερα, όμως, μου ξανάρχονται όλα. Θυμάμαι τον τόπο, τον χρόνο, το ύφος, το βλέμμα, την κίνηση, την ειδική συνθήκη · τίποτα δεν μου διαφεύγει. Και τότε, μέσ’ από εκείνα που έκαναν ή είπαν, καταλαβαίνω τι σκέφτονταν και σπάνια πέφτω έξω. Όσο για την κουβέντα ανάμεσα σε δύο άτομα, έχει ένα άλλο μειονέκτημα, που για 'μένα είναι ακόμη χειρότερο. Είσαι υποχρεωμένος να μιλάς συνεχώς. Όταν σου μιλάνε, πρέπει να απαντάς και όταν πέφτει σιωπή πρέπει να τη σπας. Αυτός ο αφόρητος καταναγκασμός θα ήταν ήδη υπεραρκετός για να με κάνει να αποφεύγω τις συναναστροφές. Από το πόσο ελάχιστα ελέγχω το μυαλό μου, όταν είμαι μόνος μου, μπορείτε εύκολα να φανταστείτε τι μου συμβαίνει ανάμεσα σε κόσμο, όπου για να μιλήσει κανείς εύστοχα πρέπει να σκεφτεί εν ριπή οφθαλμού χίλια δυο πράγματα μαζί. Και η ιδέα μόνο όλων εκείνων των συμβατικών κανόνων, από τους οποίους είναι βέβαιο πως κάποιον θα ξεχάσω, αρκεί για να χάσω τα λόγια μου. Ομολογώ πως δεν καταλαβαίνω που βρίσκουν οι άλλοι το κουράγιο να μιλάνε σε μια συντροφιά, όπου σε κάθε σου λέξη πρέπει να λαμβάνεις υπόψη σου όλους τους παρευρισκομένους, κι όπου μόνο αν ξέρεις τα πάντα για τον χαρακτήρα και την προσωπική ιστορία του καθενός, μπορείς να είσαι σίγουρος ότι αυτό που θα πεις δεν θα θίξει κανέναν. Πάνω σ’ αυτό, οι άνθρωποι των σαλονιών έχουν ένα μεγάλο πλεονέκτημα: επειδή ξέρουν καλύτερα τι δεν πρέπει να πουν, μπορούν να είναι πιο σίγουροι γι’ αυτό που λένε. Αλλά και πάλι κάνουν κι αυτοί κάποιες γκάφες. Φανταστείτε τώρα έναν άνθρωπο που πέφτει μέσα εκεί ουρανοκατέβατος. Είναι σχεδόν αδύνατον να μιλήσει έστω και ένα λεπτό, χωρίς να το μετανιώσει. Όσο για την κουβέντα ανάμεσα σε δύο άτομα, έχει ένα άλλο μειονέκτημα, που για ‘μένα είναι ακόμη χειρότερο. Είσαι υποχρεωμένος να μιλάς συνεχώς. Όταν σου μιλάνε, πρέπει να απαντάς και όταν πέφτει σιωπή πρέπει να τη σπας. Αυτός ο αφόρητος καταναγκασμός θα ήταν ήδη υπεραρκετός για να με κάνει να αποφεύγω τις συναναστροφές. Δεν υπάρχει για ‘μένα χειρότερη καταπίεση από την υποχρέωση να μιλάω χωρίς χρονοτριβή και χωρίς ανάπαυλα. Δεν ξέρω αν αυτό έχει να κάνει με τη θανάσιμη απέχθεια μου για κάθε μορφή καταδυνάστευσης, αλλά αρκεί να πρέπει να μιλήσω οπωσδήποτε για να είναι βέβαιο ότι θα πω κάποια βλακεία. Το τραγικότερο είναι ότι, αντί να κρατάω το στόμα μου κλειστό, όταν δεν έχω να πω τίποτα, με πιάνει μια μανία να μιλήσω για να εκπληρώσω το χρέος μου, μια ώρα αρχύτερα. Σπεύδω να ψελλίσω διάφορες κουβέντες ασυνάρτητες, και είμαι τυεχρός αν δεν σημαίνουν απολύτως τίποτα. Προσπαθώντας να κατανικήσω ή να κρύψω τη βλακεία μου καταφέρνω να μην την επιδείξω. […]». ΠΗΓΗ: - Ζαν Ζακ Ρουσσώ, Οι εξομολογήσεις, εκδόσεις Ιδεόγραμμα, Αθήνα 1997. Πηγή: www.lifo.gr
« PREV
NEXT »

Δεν υπάρχουν σχόλια

Δημοσίευση σχολίου