ΠΡΟΣΦΑΤΑ

Δευτέρα 8 Μαΐου 2017

Μια άγνωστη ηρωίδα

Artemisia Gentileschi: Αυτοπροσωπογραφία ως Αλληγορία της Ζωγραφικής
Τρύφων Λιώτας

Η Αρτεμισία Τζεντιλέσκι (Artemisia Gentileschi) γεννήθηκε στη Ρώμη το 1593. Ο πατέρας της Orazio Gentileschi ήταν ένας γνωστός και σεβαστός ζωγράφος της εποχής του ο οποίος κέρδιζε τα προς το ζην με τακτικά συμβόλαια εργασίας στο Βατικανό, σε καρδινάλιους καθώς και οικογένειες ευγενών στη Ρώμη. Η μητέρα της πέθανε όταν ήταν ακόμη παιδί. Την ανατροφή της όπως και αυτήν των τριών μικρότερων αδελφών της ανέλαβε αποκλειστικά ο πατέρας της.
Από πολύ νωρίς η Αρτεμισία βοηθούσε τον πατέρα της τόσο με τους μικρότερους αδελφούς της όσο και με την εργασία του στο στούντιο προετοιμάζοντας καμβάδες και χρώματα. Έμαθε γρήγορα δουλεύοντας πλάι στον πατέρα της αλλά είχε και εξαιρετικές ικανότητες: ήταν αποφασιστική, με δυνατή θέληση, έμπιστη, ανεξάρτητη, με αυτοπεποίθηση, όμορφη και κυρίως είχε ταλέντο. Όλα αυτά απεικονίζονται στην παραπάνω αυτοπροσωπογραφία της με τίτλο: «Αλληγορία της ζωγραφιάς». Αυτές οι ικανότητες της την βοήθησαν να γίνει η πιο γνωστή γυναίκα ζωγράφος της εποχής της.
Τελείωσε τον πρώτο υπογεγραμμένο πίνακα με ημερομηνία 1610 «Σουζάνα και οι Πρεσβύτεροι» όταν ήταν 17 χρονών. Ο πίνακας αναφέρεται στην βιβλική ιστορία από το βιβλίο του Δανιήλ. Μια όμορφη νεαρή, η Σουζάνα, λουζόταν στον κήπο του σπιτιού της έχοντας διώξει τους συνοδούς της. Δύο λάγνοι πρεσβύτεροι την παρακολουθούν μυστικά. Όταν θα προσπαθήσει να γυρίσει στο σπίτι της, της απευθύνονται και την απειλούν ότι θα πούνε ότι την είδαν με έναν εραστή εκτός αν συμφωνήσει να κάνει έρωτα μαζί τους. Η Σουζάνα αρνείται και συλλαμβάνεται. Ο θάνατος είναι η ποινή για την ακολασία της και αποφεύγεται την τελευταία στιγμή από την παρέμβαση του Δανιήλ, που απαιτεί την ανάκριση των πρεσβυτέρων για να αποτρέψει τον θάνατο της αθώας κοπέλας. Ξεχωριστά οι πρεσβύτεροι ανακρίνονται κατά αντιπαράθεση για τις λεπτομέρειες του συμβάντος αλλά οι καταθέσεις τους δεν συμπίπτουν σχετικά με το δέντρο κάτω από το οποίο η Σουζάνα συνάντησε τον υποτιθέμενο εραστή της. Η μεγάλη διαφορά των δύο δέντρων αποδεικνύει και το ψεύδος των πρεσβυτέρων. Οι ποινές που επιβάλλει ο Δανιήλ στους πρεσβύτερους αποτελούν λογοπαίγνια από το ελληνικές ονομασίες των δέντρων: αυτός που είπε η συνάντηση έγινε κάτω από μαστίχα (ὑπο σχίνον) θα σχιστεί στα δύο, αυτός που δήλωσε ότι έγινε κάτω από βελανιδιά (ὑπο πρίνον) θα πριονιστεί στα δύο. Η ιστορία δεν σώθηκε στα εβραϊκά και γι’ αυτό αμφισβητείται η γνησιότητά της, αλλά ο Ωριγένης θα θεωρήσει ότι είναι από τις ιστορίες που αφαιρέθηκαν από Εβραίους. 
"Η Σουζάνα και οι πρεσβύτεροι"
Στον πίνακα αναπαριστάνεται η στιγμή των αισχρών απαιτήσεων και του εκβιασμού των πρεσβυτέρων. Η κοπέλα (πρόκειται για την ίδια την Αρτεμισία) βρίσκεται ζαρωμένη ενώ το κεφάλι της είναι γυρισμένο προς την άλλη κατεύθυνση. Τα χέρια της βρίσκονται σε άμυνα λες και θέλουν να κρατήσουν μακριά τα αναίσχυντα λόγια που ακούει. Η στάση και η έκφραση του προσώπου της αποδίδει απίστευτα τον φόβο και την αηδία που νιώθει. Είναι στριμωγμένη και θυματοποιείται. Ο ένας πρεσβύτερος δεν φαίνεται καλά αλλά ψιθυρίζει κάτι στο αυτί του άλλου, ενώ ο δεύτερος με λάγνο βλέμμα και με το δάκτυλο στο στόμα της λέει προφανώς να μην πει τίποτα γιατί θα την κατηγορήσουν. Και οι δύο σκυμμένοι πάνω από τον τοίχο του κήπου παραβιάζουν τον ιδιωτικό της χώρο. 
Αυτό που ζωγράφισε η Αρτεμισία Τζεντιλέσκι ήταν προφητικό. Ο πατέρας αναγνωρίζοντας το ταλέντο της είχε κανονίσει να πάρει μαθήματα από τον συνάδελφο και φίλο του, Antonio Tassi, έναν ειδικό στην προοπτική με γεωμετρική ακρίβεια. Για μια περίοδο 9 μηνών ο Tassi επανειλημμένως βίαζε την Αρτεμισία. Ίσως η επιλογή του πίνακα που έγινε πριν τον βιασμό να σημαίνει ότι υπήρχε ήδη σεξουαλική παρενόχληση στην ίδια ή σε άλλες κοπέλες που πιθανόν φοιτούσαν στη σχολή. Αυτή δεν είπε τίποτα στον πατέρα της γιατί ήλπιζε ότι αυτός θα την παντρευόταν. Εκείνη την εποχή η γυναίκα που έχανε την παρθενιά της είχε ελάχιστες ελπίδες να βρει άντρα. 
Όταν ο πατέρας της έμαθε για την κατάσταση και σιγουρεύτηκε ότι ο Tassi δεν θα παντρευόταν την κόρη του απευθύνθηκε στην ανώτερη αρχή της εποχής του γράφοντας ένα γράμμα απευθείας στον Πάπα Paolo V Borghese απαιτώντας δικαιοσύνη. Ο Πάπας προσπαθώντας να δώσει το καλό παράδειγμα κινήθηκε ταχύτατα. Το 1612, στα δεκαεννιά της χρόνια, η ζωγράφος θα βρισκόταν αντιμέτωπη με μια βάναυση, δημόσια, διάρκειας 7 μηνών δίκη βιασμού, στην οποία θα έπρεπε να υποστεί δημόσια μια μορφή βασανιστηρίου κατά την διάρκεια της οποίας τα δάκτυλά της ήταν τυλιγμένα με σκοινιά που προοδευτικά έσφιγγαν όσο επανειλημμένως έπρεπε να επιβεβαιώνει την ιστορία της ώστε να αποδειχτεί ότι δεν λέει ψέματα. Ενώ τα σκοινιά έκοβαν τα δάκτυλά της και τα χέρια της πονούσαν από το πρήξιμο, αυτή επέμενε στην ιστορία της. Εκείνο τον καιρό η κατηγορία του βιασμού χρησιμοποιούνταν για να αναγκαστεί ο κατηγορούμενος να παντρευτεί την άγουσα. Η ποινή ήταν συχνά ο γάμος με το θύμα σαν τρόπος απόδοσης δικαιοσύνης για τη χαμένη τιμή και φήμη του θύματος. Έπρεπε επίσης να υποστεί μια ταπεινωτική φυσική εξέταση στην αίθουσα του δικαστηρίου, πίσω από μια κουρτίνα, για να αποδειχτεί ότι δεν ήταν πια παρθένα. Τελικώς ο βιαστής της καταδικάστηκε σε 8 μήνες φυλάκιση. 
Κατά τη διάρκεια της δίκης η Αρτεμισία μπορούσε να ζωγραφίζει αλλά δεν της επιτρεπόταν να γράφει ή να διαβάζει. Ήταν αυτήν την περίοδο που δημιούργησε ένα από τα πιο δυναμικά έργα της: «Η Ιουδήθ αποκεφαλίζει τον Ολοφέρνη». Ο πίνακας απεικονίζει μια σκηνή από τη βιβλική ιστορία της Ιουδήθ που ελευθερώνει τους Ισραηλίτες από τον Ασσύριο στρατηγό Ολοφέρνη. Θα βρει τρόπο να εισέλθει στη σκηνή του για να τον ξελογιάσει και αφού τον μεθύσει με την βοήθεια μιας υπηρέτριάς της θα τον αποκεφαλίσει μόλις αποκοιμηθεί. 
"Η Ιουδήθ αποκεφαλίζει τον Ολοφέρνη"
Και εδώ η φιγούρα της Ιουδήθ έχει αρκετές ομοιότητες με την ίδια την ζωγράφο ενώ το κεφάλι είναι αυτό του βιαστή της, του Agostino Tassi. Η φιγούρα της, ντυμένη αυτή τη φορά και χωρίς φόβο ή αποστροφή, κυριαρχεί πάνω στον εχθρό της παίρνοντας την εκδίκησή της. Σχεδόν χαμογελά ενώ με το ένα χέρι κόβει το κεφάλι του εχθρού της και με το άλλο το κρατά σταθερό από τα μαλλιά. Η υπηρέτριά της, Άμπρα, τού κρατά τα χέρια καθώς ξυπνά σε μια απέλπιδα προσπάθεια να παλέψει για τη ζωή του. Το αίμα στάζει πάνω στο άσπρο σεντόνι. Το στυλ είναι επηρεασμένο από τον δραματικό ρεαλισμό του Caravaggio (1573 - 1610). 
Είναι ξεκάθαρο ότι με αυτόν το πίνακα η ζωγράφος δούλεψε πάνω στα τραύματά της από το βιασμό και τη δίκη. Οι απεικονίσεις της έχουν χαρακτήρα κάθαρσης πάνω στα φυσικά και ψυχικά της τραύματα. Η Ιουδήθ είναι μια πολύ δυναμική γυναίκα που απαιτεί εκδίκηση από κακοπροαίρετους άνδρες. 
Μετά τη δίκη, ο πατέρας της Αρτεμισία κατάφερε να κανονίσει ένα γάμο με έναν ζωγράφο από την Φλωρεντία. Τότε έφυγε από τη Ρώμη για να ζήσει στην πόλη του άντρα της με μια συστατική επιστολή του πατέρα της για να δουλέψει στην οικογένεια των Medici. Εκεί, στην πόλη της Αναγέννησης, ολοκληρώθηκε σαν καλλιτέχνης δημιουργώντας τα καλύτερα έργα της. Απέκτησε το προσωπικό της, ξεχωριστό στυλ – πολύ πιο δραματικό και ενεργητικό από το ακριβές του πατέρα της – φτάνοντας να την συγκρίνουν με τον πιο γνωστό ζωγράφο μπαρόκ της εποχής, τον Caravaggio. 
Συνέχισε να ζωγραφίζει γυναίκες ηρωίδες συχνά σε δραματικές σκηνές βίας. Δεν δίσταζε να ζωγραφίσει γυμνές τις γυναίκες, συχνά αποδεικνύοντας ότι ήταν πολύ καλύτερη από τους άνδρες συναδέλφους της. Στη Φλωρεντία έγινε μητέρα πέντε παιδιών αλλά μόνο ένα από αυτά, η κόρη της Prudentia, επέζησε. Ενώ ήταν εργαζόμενη μητέρα, έμαθε γραφή και ανάγνωση. Αυτό της επέτρεψε να γίνει η πρώτη γυναίκα που έγινε δεκτή στη διάσημη «Ακαδημία του Σχεδίου» (Accademia del Disegno). 
"Η Ιουδήθ και η υπηρέτριά της"
Στην Φλωρεντία επιστρέφει στην ιστορία της Ιουδήθ με τον Ολοφέρνη, ζωγραφίζοντας μια στιγμή από την απόδραση τους μετά την δολοφονία. Οι δυο γυναίκες μοιάζει να άκουσαν κάτι και σταμάτησαν παγωμένες, κοιτώντας μέσα στο σκοτάδι προς τα πίσω, για να δουν αν τους είδε κανένας. Το έργο έγινε για τον Cosimo II de Medici και υπάρχει σε αυτό αναφορά στο πιο αγαπητό έργο της Φλωρεντίας, τον Δαυίδ του Michelangelo. Το προφίλ της Ιουδήθ μοιάζει με αυτό του Δαυίδ, ενώ επίσης κρατά στο ώμο το σπαθί της με τον ίδιο τρόπο που ο Δαυίδ κρατά τη σφεντόνα του. Υπάρχει μια αίσθηση αλληλεγγύης μεταξύ των γυναικών όπως κοιτάνε στο σκοτάδι για τον αόρατο κίνδυνο. Η υπηρέτρια κρατά το αποκεφαλισμένο κεφάλι μέσα σε ένα καλάθι, ενώ η Ιουδήθ στο ένα χέρι έχει το σπαθί και το άλλο το τοποθετεί σχεδόν προστατευτικά στον ώμο της υπηρέτριας δίνοντας όμως την απαραίτητη ζωντάνια στον πίνακα αφού φανταζόμαστε ότι η κίνηση είναι για να την προτρέψει να συνεχίσουν το δρόμο τους. Τα ρούχα των δύο γυναικών είναι πραγματικό έργο τέχνης που ανάγεται στο κομψό στυλ της Φλωρεντίας, ενώ το χρυσαφί χρώμα του φορέματος της υπηρέτριας έμεινε στην ιστορία σαν το «Χρυσό της Αρτεμισίας». Η Αρτεμισία δεν ήταν μόνο μια εξαιρετική ζωγράφος αλλά έχοντας μάθει τα βασικά για την μίξη των χρωμάτων από παιδί είχε προφανώς μεγάλο ταλέντο και σε αυτόν τον τομέα. Το συγκεκριμένο χρώμα το χρησιμοποίησε σε πολλούς από τους πίνακές της.  Δεν είναι γνωστοί οι λόγοι αλλά το 1620 η Αρτεμισία εγκατέλειψε την Φλωρεντία και τον σύζυγό της και γύρισε στη Ρώμη με την κόρη της. Σύμφωνα με τους ιστορικούς είχε συνεργατική αλλά και ανταγωνιστική σχέση με τον πατέρα της. Αυτός έδινε το βάρος στην ακρίβεια και την ιδεαλιστική ομορφιά, ενώ η κόρη του στο δράμα, το πάθος, τον πόνο και την αγωνία. Αυτά είναι και τα στοιχεία που αιχμαλωτίζουν το θεατή στους πίνακές της.  Στα επόμενα χρόνια η Αρτεμισία θα περάσει διάφορες περιόδους στη Βενετία και στη Νάπολη. Το 1638 θα πάει στο Λονδίνο για να βοηθήσει τον ασθενή πια πατέρα της να ολοκληρώσει το ταβάνι στο παλάτι της βασίλισσας στο Greenwich, έργο που του ανέθεσε ο βασιλιάς Charles I. Εκεί πιστεύεται ότι έκανε και την αυτοπροσωπογραφία της που παραθέσαμε στην αρχή. Μια πολύ ρεαλιστική εικόνα που τη δείχνει να εργάζεται και όχι να ποζάρει. Τα πράσινα μανίκια της είναι ανασηκωμένα, φοράει μια καφέ ποδιά, τα μαλλιά μαζεμένα σε κότσο ενώ μερικά έχουν ξεφύγει προφανώς από τις κινήσεις της κατά την ώρα της δουλειάς. Στο λαιμό της κρέμεται μια χρυσή αλυσίδα με μια μάσκα.  Μετά το θάνατό της, το 1656, περιέπεσε σε αφάνεια γιατί τα έργα της αποδόθηκαν στον πατέρα της. Η ιστορικός τέχνης και ειδική πάνω στην Αρτεμισία, Mary D. Garrard, σημειώνει ότι «υπέστη μια ακαδημαϊκή παραμέληση που είναι αδιανόητη για το μέγεθός της ως καλλιτέχνη». Το ανανεωμένο και καθυστερημένο ενδιαφέρον για αυτήν τα πρόσφατα χρόνια, την επανέφερε στο προσκήνιο ως μία από τις πιο ταλαντούχες ζωγράφους του 17ου αιώνα και ως μία από τις μεγαλύτερες καλλιτέχνιδες του κόσμου. Το πρώτο βιβλίο που γράφτηκε για αυτήν "Artemisia Gentileschi - The Image of The Female Hero in Italian Baroque Art" από την προαναφερθείσα ιστορικό τέχνης, εκδόθηκε το 1989. Η πρώτη έκθεση με έργα της έγινε στη Φλωρεντία το 1991. Στη συνέχεια ακολούθησαν ντοκιμαντέρ, θεατρικά έργα και μια ταινία. Η Mary D. Garrard βρήκε και μια επιστολή της από τον Αύγουστο του 1649 προς τον Don Antonio Ruffo που ζούσε στη Σικελία όπου του γράφει: «Και θα δείξω στη φημισμένη αρχοντιά σας τι μπορεί μια γυναίκα να κάνει…». Δεν έδειξε μόνο σε αυτόν τελικά, αλλά σε όλο τον κόσμο τι μπορούσε να κάνει ενάντια σε όλες τις πιθανότητες. 
Σημ: Επειδή η τέχνη είναι συμβολισμός και αλήθεια με την έννοια της μη λήθης, οι εικόνες σύμβολα που μας προσφέρουν οι καλλιτέχνες, όποιο και αν είναι το πεδίο τους, λειτουργούν σαν μνήμες -ειδικά στην πενιχρή πνευματικά εποχή μας, την εποχή της λησμονιάς– που επανέρχονται σαν ιδέες και αξίες.  Και οι τέσσερις πίνακες που παρουσιάστηκαν έχουν να μας προσφέρουν «εικόνες ή σύμβολα μνήμης» πολύ χρήσιμες για τη ζωή μας: Ο πρώτος (αυτοπροσωπογραφία) μας δείχνει με την εικόνα του βλέμματος την συγκέντρωση που απαιτείται κατά τη διάρκεια της δημιουργίας. Είναι σαν να μην υπάρχει τίποτα άλλο γύρω σου εκτός από το έργο σου. Ο δεύτερος (Η Σουζάνα και οι πρεσβύτεροι) δίνει σε μια εικόνα την αποστροφή της ψυχής (το «απέχου» του Επίκτητου) σε οτιδήποτε προσπαθεί να την διαφθείρει. Ο τρίτος (ο αποκεφαλισμός) την επιθυμία της ψυχής για ζωή, που είναι η βούληση για ελευθερία. Και ο τέταρτος (Ιουδήθ και υπηρέτρια) την ψυχραιμία και την αποφασιστικότητα να ακολουθήσεις τη μοναδικότητά σου που είναι ο δρόμος που χάραξες.
 
Δημοσιεύτηκε στον Τοίχο
« PREV
NEXT »

Δεν υπάρχουν σχόλια

Δημοσίευση σχολίου